Εἰδοθέα — Εἰδοθέᾱ , Εἰδοθέη fem nom/voc/acc dual Εἰδοθέᾱ , Εἰδοθέη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰδοθέας — Εἰδοθέᾱς , Εἰδοθέη fem acc pl Εἰδοθέᾱς , Εἰδοθέη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰδοθέαν — Εἰδοθέᾱν , Εἰδοθέη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Идофея — (Эйдофея, др. греч. Εἰδοθέα, эпич. Εἰδοθέη, либо Эйдо/Идо), у Еврипида носит имя Феоноя (Θεονόη) персонаж древнегреческой мифологии[1]. Дочь Протея и Псамафы. У Гомера её имя Идофея, она дала сове … Википедия
Idothea — IDOTHĔA, æ, Gr. Ἐιδοθέα, ας, (⇒ Tab. III.) eine von den vielen Töchtern des Oceans. Hygin. Fab. 182 … Gründliches mythologisches Lexikon
Θεονόη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Πρωτέα. Κατοικούσε στο νησί Φάρο ή στον Αντίφαρο, που βρίσκονταν κοντά στη σημερινή Αλεξάνδρεια. H Θ. ήταν γνωστή και με το όνομα Ειδοθέα. O Όμηρος αναφέρει ότι η Θ. συνάντησε τον Μενέλαο, όταν o τελευταίος … Dictionary of Greek